- ἀποκαραδοκία
- ἀποκαρᾱδοκίᾱ , ἀποκαραδοκίαearnest expectationfem nom/voc/acc dualἀποκαρᾱδοκίᾱ , ἀποκαραδοκίαearnest expectationfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποκαραδοκία — ἀποκαραδοκία, η (AM) εναγώνια προσδοκία … Dictionary of Greek
ἀποκαραδοκίᾳ — ἀποκαρᾱδοκίαι , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem nom/voc pl ἀποκαρᾱδοκίᾱͅ , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκαραδοκίαν — ἀποκαρᾱδοκίᾱν , ἀποκαραδοκία earnest expectation fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)